- καλλωπίζονται
- καλλωπίζωbeautify the facepres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταμπουρέ — και ταμπουρέτο, το, Ν άκλ. σκαμνί, συνήθως χαμηλό και στρογγυλό, χρησιμοποιούμενο από τις γυναίκες όταν κάθονται μπροστά στον καθρέφτη και καλλωπίζονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tabouret < tabour αρχ. τ. τού tambour (βλ. λ. ταμπούρο)] … Dictionary of Greek